- κἀπεμπίπτω
- ἐπεμπί̱πτω , ἐπεμπίπτωfall uponpres subj act 1st sgἐπεμπί̱πτω , ἐπεμπίπτωfall uponpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεμπίπτω — ἐπεμπίπτω (Α) 1. επιτίθεμαι ορμητικά, προσβάλλω χτυπώντας αιφνιδιαστικά 2. ασχολούμαι με ζήλο («οὔκουν ἕλκω κἀξαρτῶμαι κἀπεμπίπτω καὶ σπουδάζω», Αριστοφ.) 3. συναρμολογώ, ταιριάζω … Dictionary of Greek